χελιδονοφωλιά

χελιδονοφωλιά
η, Ν
φωλιά χελιδονιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδόνι + φωλιά. Η λ., στον λόγιο τ. τού πληθ. χελιδονοφωλεαί, μαρτυρείται από το 1845 στον Ιω. Ισιδωρ. Σκυλίτση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χελιδονοφωλιά — η η φωλιά των χελιδονιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρφίτης — καρφίτης, ὁ (Α) ο κατασκευασμένος από ξερά χόρτα («θάλαμος καρφίτης» η χελιδονοφωλιά). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρφος + κατάλ. ίτης (πρβλ. λογχ ίτης, μελιτ ίτης)] …   Dictionary of Greek

  • χελιδονία — ἡ, Α η χελιδονοφωλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, όνος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”